οξύ

οξύ
(γεν. οξέος) τό кислота;

θειικό οξύ — серная кислота;

τό υδροχλωρικό οξύ — соляная кислота


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οξύ" в других словарях:

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • οξύ — το έος (ουδ. του επιθ. οξύς), χημική ένωση με ένα ή περισότερα άτομα οξυγόνου, που μπορούν να αντικατασταθούν με ηλεκτροθετικό στοιχείο ή ρίζα, οπότε προκύπτει άλας: Θειικό, υδροχλωρικό οξύ κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀξύ — ὀξύς 2 sharp masc voc sg ὀξύς 2 sharp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδροκυάνιο ή υδροκυανικό οξύ — Οξύ (HCN) αρκετά διαδομένο στο φυτικό βασίλειο με τη μορφή γλυκοζίτη, κοινότερος από τους οποίους είναι η αμυγδαλίνη, στα κουκούτσια πολλών καρπών (κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα) από τα οποία μπορεί να εξαχθεί. Το ανακάλυψε ο Σέελε το 1782 και το… …   Dictionary of Greek

  • καρβαμιδικό οξύ — Οξύ που αποτελεί το μοναμίδιο του ανθρακικού οξέος και έχει τύπο H2NCOOH. Δεν συναντάται σε ελεύθερη κατάσταση, αλλά υπάρχει μόνο με τη μορφή των αλάτων και των εστέρων του. Το αμμωνιακό του άλας έχει τύπο NH2COONH4 και βρίσκεται ως πρόσμειξη στο …   Dictionary of Greek

  • ταυροχολικό οξύ — Οξύ που περιέχεται στη χολή. Είναι προϊόν σύζευξης του χολικού οξέος με την ταυρίνη (C26H45NSO7). Σχηματίζεται στο συκώτι των ζώων και του ανθρώπου και εκκρίνεται με τη χολή στο έντερο. Επιδρά στον μεταβολισμό των λιπών και βοηθάει στη… …   Dictionary of Greek

  • θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • νιτρικό οξύ — Χημική ανόργανη ένωση (H ΝΟ3), ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οξέα· στο Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν οι χαράκτες για εργασίες πάνω σε χαλκό, με το όνομα «άκουα φόρτε». Τα άλατά του συναντιούνται αρκετά στη φύση: στη λιθόσφαιρα βρίσκονται το νιτρικό… …   Dictionary of Greek

  • σαλικυλικό οξύ — Οργανική ένωση του τύπου C7H6O3 είναι ένα αρωματικό οξυοξύ, που μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο του βενζόλιου με αντικατάσταση δύο γειτονικών ατόμων υδρογόνου, με ένα καρβοξύλιο ( COOH) και ένα υδροξύλιο ( OH). Περιέχεται σε ποικίλες ποσότητες σε… …   Dictionary of Greek

  • ιππουρικό οξύ — Οργανικό οξύ που αποτελείται από ομάδες βενζοϊκού οξέος και γλυκίνης με τύπο C6H5CONHCH2COOH. Σχηματίζει άχρωμους κρυστάλλους που ανήκουν στο ρομβικό σύστημα, έχει σημείο τήξης 187,5°C, είναι ευδιάλυτο σε ζεστό νερό ή αλκοόλη, αδιάλυτο στο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»